- πωλούμαι
- -έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α1. πηγαίνω πάνω-κάτω ή πέρα-δώθε2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.)3. (με γεν.) πορεύομαι4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωλ- τής ρίζας πελ- τού πέλομαι «γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (βλ. λ. πέλω) και λειτουργεί ως επιτατικό επαναληπτικό παράγωγο τού ρήματος].
Dictionary of Greek. 2013.