πωλούμαι

πωλούμαι
-έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α
1. πηγαίνω πάνω-κάτω ή πέρα-δώθε
2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.)
3. (με γεν.) πορεύομαι
4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωλ- τής ρίζας πελ- τού πέλομαι «γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (βλ. λ. πέλω) και λειτουργεί ως επιτατικό επαναληπτικό παράγωγο τού ρήματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πωλούμαι — πωλούμαι, πωλήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: πωλώ, πωλούμαι : απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις, κυρίως στην παθητική φωνή (πωλείται, πωλούνται, σε αγγελίες πώλησης κτλ.). Περισσότερο διαδεδομένο είναι το ρ. πουλάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πωλοῦμαι — πωλέομαι go up and down pres ind mp 1st sg (attic epic doric) πωλέω sell pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπωλούμαι — ἐπιπωλοῡμαι, έομαι (Α) [πωλούμαι] 1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επισκέπτομαι κάποιον 3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πωλεύμαι — Α ιων. τ. βλ. πωλοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • πωλώ — πωλώ, πώλησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: πωλώ, πωλούμαι : απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις, κυρίως στην παθητική φωνή (πωλείται, πωλούνται, σε αγγελίες πώλησης κτλ.). Περισσότερο διαδεδομένο είναι το ρ. πουλάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”